- διχοινικία
- δῐχοινῐκ-ία, ἡ,A tax of two χοίνικες per ἄρουρα, PLond.372.25 (ap. PTeb.ii p.339) (ii A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διχοινικία — διχοινικία, η (Α) φόρος δύο χοινίκων που επιβαλλόταν σε κάθε αγρό … Dictionary of Greek